- προπορεία
- προ-πορεία, ἡ, das Voraus- od. Vorangehen; auch konkret, die Vorangehenden, der Vortrab
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προπορεία — η, ΝΑ [προπορεύομαι] 1. το να προχωρεί κανείς μπροστά 2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος νεοελλ. 1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο 2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή… … Dictionary of Greek
προπορείαις — προπορεία those who go in front fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
προπόρευμα — εύματος, τὸ, Α [προπορεύομαι] προπορεία, πορεία, προς τα εμπρός … Dictionary of Greek